20161126

σοκολατάκια μαργαρίτες

Το δωμάτιο ήταν ψηλοτάβανο και σκοτεινό κι ας είχε παράθυρα σε όλο τον τοίχο. Μύριζε κλεισούρα και ακινησία. Η πράσινη, χοντρή κουρτίνα είχε μαλώσει με τον ήλιο και τον κρατούσε έξω πεισματικά.
Απέναντι απ το παράθυρο υπήρχε ένα μαύρο σερβάν από κείνα τα παλιά, γυαλιστερά έπιπλα με περίτεχνα σκαλίσματα στις πόρτες κι ένας τεράστιος ξύλινος καθρέφτης κρεμασμένος πάνω του να το συμπληρώνει
Ένα μεγάλο τραπέζι με πόδια λιονταριού  έστεκε στη μέση του δωματίου.Το περιτριγύριζαν  τρεις καρέκλες μισογυρισμένες  προς τον ήλιο  που η φθορά στο βελούδινο κάθισμα μαρτυρούσε παλιά μεγαλεία. Ένα γυάλινο βάζο με πλαστικά, θαμπά, πολύχρωμα λουλούδια στόλιζε το τραπέζι και μια μεγάλη ασημένια κορνίζα το σερβάν.
-"Τα πλαστικά λουλούδια είναι κακοτυχία, βρε γιαγιά", είπε χαμογελαστά το μικροκαμωμένο κορίτσι περνώντας ανάμεσα στις καρέκλες με φούρια.
 "Να τα κρύψουμε? Να βάλουμε λίγες μαργαρίτες απ τον κήπο? Τόσα έχεις στην αυλή. Ε? Να βάλουμε?"
 "Ν' ανοίξω την κουρτίνα", συνέχισε το μονόλογο, "και τα παράθυρα"
Κινήθηκε προς την κουρτίνα, έπιασε με τα δυο της χέρια το βαρύ ύφασμα και το τράβηξε απαλά. Εκτυφλωτικό φώς άστραψε και άπειροι κόκκοι σκόνης χόρεψαν  τον τρελό χορό του.
-"θα καθαρίσουμε, θα στα κάνω εγώ όλα να λάμψουν. Μη σε νοιάζει τίποτε, γιαγιά. ξεκουράσου εσύ και θα στο κάνω παλατάκι", είπε και άνοιξε τα μεγάλα ξύλινα παράθυρα με φόρα. Εκείνα έτριξαν σα να υπέφεραν από πόνο βαρύ και επιτέλους αέρας καινούριος μπήκε στο κλειστό από καιρό δωμάτιο.
-"Τι όμορφη κορνίζα.." είπε το κορίτσι και πήρε στα χέρια της το μοναδικό στολίδι, το κράτησε απαλά παρατηρώντας τα πρόσωπα της παλιάς φωτογραφίας.
-"Εσύ είσαι εδώ"? ρώτησε σιγανά και έψαξε τη γιαγιά με το βλέμμα
-"Εγώ", είπε η μαύρη φιγούρα που όλη αυτή την ώρα δεν είχε κουνήσει απ την πόρτα.
-"Και ο παππούς?" συνέχισε η κοπέλα με τον αυθορμητισμό της νιότης και την σκληράδα αυτού που δεν έχασε ποτέ κανέναν
-"Ναι, αυτός", σιγομουρμούρισε η γιαγιά και σα να έκανε μισό βήμα μπροστά.
-"Μου αρέσουν οι παλιές φωτογραφίες", τιτίβισε το κορίτσι ξεσκονίζοντας την όμορφη κορνίζα με προσοχή.
-"Και κείνου του άρεσαν", είπε η γιαγιά. "Και αυτό το δωμάτιο του άρεσε πολύ", συνέχισε ξαφνιάζοντας την κοπέλα που είχε συνηθίσει το μονόλογο και κόντευε να πιστέψει πως η γιαγιά δεν έλεγε ποτέ  παραπάνω από δυο λέξεις μαζεμένες. Ήταν σίγουρη ότι στριμωχτά ανάμεσα από δόντια ξεγλυστρούσαν οι ήχοι  και ήταν τόσο κρίμα γιατί έχουν τόσα να πουν.
"Και τα σοκολατάκια μαργαρίτες του άρεσαν πάρα πολύ", συνέχισε η μαυροφορεμένη φιγούρα κάνοντας άλλο ένα μικρό βήμα  ..και μένα μου αρέσουν...έχω να πάρω κάτι που του αρέσει απ' όταν έφυγε.. πάνε τρία χρόνια.." συνέχισε σκεφτική
Το κορίτσι κινούταν ανάλαφρα πέρα δώθε, χόρευε με τους κόκκους της σκόνης κυνηγώντας τους.
-"Ασε τη χαρά να μπει, γιαγιά, πέρασε τόσος καιρός πια",  είπε χαϊδευτικά και χαμογέλασε τόσο γλυκά που τα σοκολατάκια μαργαρίτες θα ζήλευαν
-"Μισή χαρά θα πει πικρή χαρά", είπε η γιαγιά και γυρίζοντας την πλάτη απομακρύνθηκε συρτά
-"Γιαγιάαα, να βάλω φρέσκα λουλούδια όταν τελειώσω?" ρώτησε η κοπέλα δυνατά
Σιγή
-"Γιαγιάα? Να βάλω?"
-"Βάλε, πάρε και σοκολατάκια μαργαρίτες, με ζάλισες πια" ακούστηκε η φωνή απο μέσα και για πρώτη φορά σα να ελευθερώθηκαν οι ήχοι των λέξεων.
-"θα τα μοιραστούμε για να διπλασιάσουμε τη χαρά, γιαγιά!" φώναξε το κορίτσι και το γέλιο της ξόρκισε το τελευταίο ίχνος θλίψης που χάθηκε κυνηγώντας τον τελευταίο κόκκο σκόνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: